ItalianoGreco


mobilitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mobiliˈtare]

1 επιστρατεύω
2 δραστηριοποιώ
3 κινητοποιώ

mobilitarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mobiliˈtarsi]

1 ανασυντάσσομαι
2 συναθροίζομαι για κοινό σκοπό
3 κινητοποιούμαι
4 δραστηριοποιούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---