mobilitàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [mobiliˈtare]
1 επιστρατεύω
2 δραστηριοποιώ
3 κινητοποιώ
mobilitarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [mobiliˈtarsi]
1 ανασυντάσσομαι
2 συναθροίζομαι για κοινό σκοπό
3 κινητοποιούμαι
4 δραστηριοποιούμαι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [mobiliˈtare]
1 επιστρατεύω
2 δραστηριοποιώ
3 κινητοποιώ
mobilitarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [mobiliˈtarsi]
1 ανασυντάσσομαι
2 συναθροίζομαι για κοινό σκοπό
3 κινητοποιούμαι
4 δραστηριοποιούμαι
permalink
mobilitare (ρ. μτβ.)
mobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android