modèstia
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [moˈdɛstja]
1 ταπεινότητα
2 ταπεινοφροσύνη
3 σωφροσύνη
4 ντροπαλοσύνη
5 σοβαροφάνεια
6 ντροπαλότητα
7 συστολή
8 σεμνότητα
9 μετριοπάθεια
10 μετριοφροσύνη
11 μετριότητα
12 σεμνοπρέπεια
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [moˈdɛstja]
1 ταπεινότητα
2 ταπεινοφροσύνη
3 σωφροσύνη
4 ντροπαλοσύνη
5 σοβαροφάνεια
6 ντροπαλότητα
7 συστολή
8 σεμνότητα
9 μετριοπάθεια
10 μετριοφροσύνη
11 μετριότητα
12 σεμνοπρέπεια
permalink
modestia (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android