molleggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [molledʤaˈmento]
1 ελατηριωτό σύστημα
2 ελαστικότητα
3 ανάρτηση
4 σύστημα με σούστες
5 ανασκίρτημα
6 αναπήδηση
7 τίναγμα
8 ξεπέταγμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [molledʤaˈmento]
1 ελατηριωτό σύστημα
2 ελαστικότητα
3 ανάρτηση
4 σύστημα με σούστες
5 ανασκίρτημα
6 αναπήδηση
7 τίναγμα
8 ξεπέταγμα
permalink
molleggiamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android