ItalianoGreco


molleggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [molledˈʤare]

1 είμαι ελαστικός
2 είμαι ελατηριωτός

molleggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [molledˈʤare]

1 εκτινάζω
2 τοποθετώ σούστες ή ελατήρια
3 αναπηδώ
4 ανασκιρτώ

molleggiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [molledˈʤarsi]

1 πέφτω στα γόνατα
2 περπατώ πηδηχτά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z