ItalianoGreco


montacàrichi  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,montaˈkariki]

1 πολύσπαστο
2 αναβατόριο
3 συσκευή ανύψωσης
4 ασανσέρ εμπορευμάτων
5 βίντζι
6 παλάγκο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---