ItalianoGreco


motteggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [mottedˈʤare]

1 αστεΐζομαι
2 αστειεύομαι

motteggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mottedˈʤare]

1 περιγελώ
2 ευθυμολογώ
3 περιπαίζω
4 χλευάζω
5 εμπαίζω
6 χωρατεύω
7 αστειολογώ
8 καλαμπουρίζω
9 πειράζω καλοπροαίρετα
10 κοροὶδεύω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---