mòtto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔtto]
1 ρητό
2 γνωμικό
3 σύνθημα
4 σλόγκαν
5 μότο
6 καλαμπούρι
7 ευθυμολόγημα
8 αστείο
9 έξυπνη παρατήρηση
10 ψιλό γαζί
11 παροιμία
12 πνευματώδης λόγος
13 ευφυολόγημα
14 σαρκασμός
15 σκώμμα
16 απόφθεγμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔtto]
1 ρητό
2 γνωμικό
3 σύνθημα
4 σλόγκαν
5 μότο
6 καλαμπούρι
7 ευθυμολόγημα
8 αστείο
9 έξυπνη παρατήρηση
10 ψιλό γαζί
11 παροιμία
12 πνευματώδης λόγος
13 ευφυολόγημα
14 σαρκασμός
15 σκώμμα
16 απόφθεγμα
permalink
motto (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android