munìfico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [muˈnifiko]
1 γενναιόδωρος
2 πολύδωρος
3 ελευθέριος
4 ανοιχτοχέρης
5 φιλότιμος
6 κουβαρντάς
7 χουβαρντάς
8 ιπποτικός
9 δαψιλής
10 αφειδώλευτος
11 μεγαλόδωρος
12 πλουσιοπάροχος
13 γαλαντόμος
14 απλόχερος
15 απλοχέρης
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [muˈnifiko]
1 γενναιόδωρος
2 πολύδωρος
3 ελευθέριος
4 ανοιχτοχέρης
5 φιλότιμος
6 κουβαρντάς
7 χουβαρντάς
8 ιπποτικός
9 δαψιλής
10 αφειδώλευτος
11 μεγαλόδωρος
12 πλουσιοπάροχος
13 γαλαντόμος
14 απλόχερος
15 απλοχέρης
permalink
munifico (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android