ItalianoGreco


munìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [muˈnire]

1 οχυρώνω
2 ενισχύω
3 εφοδιάζω

munirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [muˈnirsi]

1 οχυρώνομαι
2 ενισχύομαι
3 προστατεύομαι
4 εφοδιάζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---