ItalianoGreco


mùtuo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmutuo]

το δάνειο

mùtuo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmutuo]

1 ανταποδοτικός
2 αμφοτεροβαρής
3 αμοιβαίος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mutuo [αρσ.] sulla casa = το στεγαστικό δάνειο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---