mùtuo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmutuo]
το δάνειο
mùtuo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈmutuo]
1 ανταποδοτικός
2 αμφοτεροβαρής
3 αμοιβαίος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmutuo]
το δάνειο
mùtuo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈmutuo]
1 ανταποδοτικός
2 αμφοτεροβαρής
3 αμοιβαίος
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
mutuo [αρσ.] sulla casa = το στεγαστικό δάνειο
mutuo (ουσ αρσ )
mutuo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android