ItalianoGreco


nauseàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [nawzeˈato]

1 αηδιασμένος
2 αναγουλιασμένος
3 ζαλισμένος από ναυτία
4 έχων τάση προς εμετό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---