ItalianoGreco


nàuta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnawta]

1 θαλασσινός
2 πηδαλιούχος
3 μαρνέρος
4 τιμονιέρης
5 πιλότος
6 ναυτικός
7 ναύτης
8 οιακιστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---