ItalianoGreco


nebulóso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [nebuˈloso], [nebuˈlozo]

1 σκοτεινός
2 αμυδρός
3 αδιασάφητος
4 ακαθόριστος
5 νεφελώδης
6 ασαφής
7 αόριστος
8 μουντός
9 καταχνιασμένος
10 θολός
11 ομιχλώδης
12 θαμπός
13 φλου
14 συγκεχυμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---