ItalianoGreco


necessàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neʧesˈsarjo]

το απαραίτητο

necessàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [neʧesˈsarjo]

αναγκαίος (-α, -ο), απαραίτητος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lo stretto necessario [αρσ.] = τα απολύτως απαραίτητα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---