ItalianoGreco


nèrvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɛrvo]

το νεύρο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dare sui nervi a qualcuno = δίνω στα νεύρα κάποιου



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---