ItalianoGreco


notòrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [noˈtɔrjo]

1 περιβόητος (λόγω κακών πράξεων)
2 διαβόητος
3 πασίγνωστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---