ItalianoGreco


nottàmbulo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [notˈtambulo]

1 νυχτοπούλι
2 ξενύχτης μόνιμος
3 άνθρωπος που νυχτοπερπατά
4 νυχτόβιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---