ItalianoGreco


oberàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [obeˈrato]

1 καταπιεσμένος
2 φορτωμένος υπερβολικά
3 υπερφορτωμένος
4 υπέρφορτος
5 κατάφορτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---