ItalianoGreco


obsolèto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [obsoˈlɛto]

1 ντεμοντέ
2 ξεπερασμένος
3 οπισθοδρομικός
4 σκοροφαγωμένος
5 άχρηστος
6 απαρχαιωμένος
7 παλιός
8 παλιομοδίτικος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---