ItalianoGreco


occùlto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [okˈkulto]

1 μυστικός
2 μουλωχτός
3 λαθραίος
4 παρασκηνιακός
5 κρυφτός
6 άδηλος
7 συγκεκαλυμμένος
8 αξομολόγητος
9 κρυφός
10 κρυμμένος
11 αφανέρωτος
12 κρύφιος
13 καλυμμένος
14 κρυπτός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---