ItalianoGreco


odoràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [odoˈrato]

1 αίσθηση των οσμών
2 ικανότητα της προαίσθησης (μεταφορικά)
3 μύρισμα
4 όσφρηση
5 αίσθηση των οσμών

odoràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [odoˈrato]

1 ευωδιαστός
2 μυροβόλος
3 μυρωδάτος
4 ευώδης
5 εύοσμος
6 αρωματικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---