ItalianoGreco


olezzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [oledˈdzare]

1 βρομοκοπώ (ειρωνικά)
2 πεντοβολώ
3 μυρίζω άσχημα (ειρωνικά)
4 ζέχνω (ειρωνικά)
5 ευωδώ
6 ευωδιάζω
7 μοσχομυρίζω
8 μοσχοβολώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---