olézzo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [oˈleddzo]
1 άρωμα
2 μύρο
3 δυσωδία (ειρωνικά)
4 μπόχα (ειρωνικά)
5 κακοσμία (ειρωνικά)
6 μυρωδιά
7 ευοσμία
8 ευωδιά
9 μοσκιά
10 μοσχοβολιά
11 μοσχοβόλημα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [oˈleddzo]
1 άρωμα
2 μύρο
3 δυσωδία (ειρωνικά)
4 μπόχα (ειρωνικά)
5 κακοσμία (ειρωνικά)
6 μυρωδιά
7 ευοσμία
8 ευωδιά
9 μοσκιά
10 μοσχοβολιά
11 μοσχοβόλημα
permalink
olezzo (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android