ItalianoGreco


oltraggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oltradʤaˈmento]

1 προσβολή
2 παράβαση
3 ύβρις
4 επίθεση
5 υβριστική πράξη
6 πλήγμα
7 πταίσμα
8 παράπτωμα
9 βιαιοπραγία
10 κάκωση
11 ζημιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---