oltràggio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [olˈtradʤo]
1 υβριστική συμπεριφορά
2 κηλίδωση
3 επίθεση
4 βρίσιμο
5 βλαστήμια
6 εξύβριση
7 αδίκημα
8 καταπίεση
9 υβριστική πράξη
10 βία
11 ύβρις
12 εφόρμηση
13 κάκωση
14 παράβαση
15 προσβολή
16 παράπτωμα
17 βρισιάc
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [olˈtradʤo]
1 υβριστική συμπεριφορά
2 κηλίδωση
3 επίθεση
4 βρίσιμο
5 βλαστήμια
6 εξύβριση
7 αδίκημα
8 καταπίεση
9 υβριστική πράξη
10 βία
11 ύβρις
12 εφόρμηση
13 κάκωση
14 παράβαση
15 προσβολή
16 παράπτωμα
17 βρισιάc
permalink
oltraggio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android