ondulazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ondulatˈtsjone]
1 κυματισμός μικρός
2 ρυτίδωμα
3 κυμάτισμα
4 πτυχή
5 κυματοειδής κίνηση
6 κυμάτωση
7 κύμα
8 κυματισμός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ondulatˈtsjone]
1 κυματισμός μικρός
2 ρυτίδωμα
3 κυμάτισμα
4 πτυχή
5 κυματοειδής κίνηση
6 κυμάτωση
7 κύμα
8 κυματισμός
permalink
ondulazione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android