ItalianoGreco


operàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [opeˈrato]

1 εγχειρισμένος ασθενής
2 έργο τελειωμένο
3 δράση

operàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [opeˈrato]

1 διακοσμημένος με σχέδια (για ύφασμα
2 δαμασκηνός (για ύφασμα ή ατσάλι)
3 εμπριμέ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---