ItalianoGreco


operatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [operaˈtore]

1 χειρούργος
2 ατζέντης
3 εικονολήπτης
4 οπερατέρ
5 δουλευτής
6 χειριστής
7 παράγοντας
8 εργαζόμενος

operatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [operaˈtore]

1 εργαζόμενος
2 αποτελεσματικός
3 λειτουργικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---