ItalianoGreco


ornàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈnato]

1 στολίδωση
2 στόλισμα
3 φιοριτούρα
4 διακόσμηση
5 κοσμηματογραφία
6 στολίδι

ornàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [orˈnato]

1 περίτεχνος
2 περίκομψος
3 ταλαντούχος
4 κομψός πολύ
5 λεπτοδουλεμένος
6 επεξεργασμένος με ακρίβεια
7 δουλεμένος μαστορικά
8 πλουμιστός
9 διακοσμημένος
10 στολισμένος
11 ωριόπλουμος
12 ποικίλος
13 ποικιλμένος
14 πλουμισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z