ItalianoGreco


oscenità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oʃʃeniˈta]

1 χυδαιότητα
2 λαγνεία
3 αισχρολογία
4 ρυπαρότητα
5 ακοσμία
6 αισχρότητα
7 το άσεμνο
8 απρέπεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---