oscillazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [oʃʃillatˈtsjone]
1 αιώρηση
2 διακύμανση
3 σκαμπανέβασμα
4 σάλεμα
5 αυξομείωση
6 συνεχής αλλαγή
7 αμφιταλάντευση
8 ανεβοκατέβασμα
9 περιοδική μεταβολή
10 ταλάντευση
11 ταλάντωση
12 κυμάτωση
13 κούνημα
14 σείσιμο
15 παλινδρόμηση
16 επαμφοτερισμός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [oʃʃillatˈtsjone]
1 αιώρηση
2 διακύμανση
3 σκαμπανέβασμα
4 σάλεμα
5 αυξομείωση
6 συνεχής αλλαγή
7 αμφιταλάντευση
8 ανεβοκατέβασμα
9 περιοδική μεταβολή
10 ταλάντευση
11 ταλάντωση
12 κυμάτωση
13 κούνημα
14 σείσιμο
15 παλινδρόμηση
16 επαμφοτερισμός
permalink
oscillazione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android