ItalianoGreco


oscuraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oskuraˈmento]

1 σκότισμα
2 υποσκίαση
3 συσκότιση
4 σκοτείνιασμα
5 σκοτεινότητα
6 σκοτάδι
7 ζόφος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---