ItalianoGreco


oscuràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [oskuˈrare]

βυθίζομαι στο σκοτάδι

oscuràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [oskuˈrare]

1 βυθίζω στο σκοτάδι
2 σκοταδιάζω
3 σκοτιδιάζω
4 αμαυρώνω
5 σκοτεινιάζω
6 συσκοτίζω
7 σκοτίζω

oscurarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [oskuˈrarsi]

βυθίζομαι στο σκοτάδι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---