ossèsso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [osˈsɛsso]
1 κατεχόμενος άνθρωπος
2 τρελός άνθρωπος
3 δαιμονιόπληκτος άνθρωπος
4 δαιμονισμένος άνθρωπος
ossèsso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [osˈsɛsso]
1 φρενήρης
2 παράφορος
3 φρενιασμένος
4 τρελός
5 δαιμονιόπληκτος
6 δαιμονισμένος
7 κατεχόμενος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [osˈsɛsso]
1 κατεχόμενος άνθρωπος
2 τρελός άνθρωπος
3 δαιμονιόπληκτος άνθρωπος
4 δαιμονισμένος άνθρωπος
ossèsso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [osˈsɛsso]
1 φρενήρης
2 παράφορος
3 φρενιασμένος
4 τρελός
5 δαιμονιόπληκτος
6 δαιμονισμένος
7 κατεχόμενος
permalink
ossesso (ουσ αρσ )
ossesso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android