ossessionàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [ossessjoˈnare]
1 κατατυραννώ
2 βασανίζω
3 πιλατεύω
4 ταλανίζω
5 στενοχωρώ
6 κακοβάζω
7 ανησυχώ
8 κυριεύω
9 κατατρύχω
10 βασανίζω με έμμονη ιδέα
11 προκαταλαμβάνω αφύσικα
12 ενοχλώ μονίμως
13 ξαναεμφανίζομαι συνεχώς
14 βρίσκομαι τριγύρω ή επιμένω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [ossessjoˈnare]
1 κατατυραννώ
2 βασανίζω
3 πιλατεύω
4 ταλανίζω
5 στενοχωρώ
6 κακοβάζω
7 ανησυχώ
8 κυριεύω
9 κατατρύχω
10 βασανίζω με έμμονη ιδέα
11 προκαταλαμβάνω αφύσικα
12 ενοχλώ μονίμως
13 ξαναεμφανίζομαι συνεχώς
14 βρίσκομαι τριγύρω ή επιμένω
permalink
ossessionare (ρ. μτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android