ItalianoGreco


òsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔsso]

το κόκαλο, το οστό


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in carne e ossa = με σάρκα και οστά || pelle [θηλ.] e ossa [θηλ. πλυθ.] = πετσί και κόκκαλο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---