ItalianoGreco


ostàcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [osˈtakolo]

το εμπόδιο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


corsa [θηλ.] a ostacoli = τρέξιμο μετ' εμποδίων



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---