ItalianoGreco


ovviàre, ovviàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ovviˈare], [ovˈvjare]

1 αποκρούω (χτύπημα)
2 επανορθώνω
3 αποτρέπω (κίνδυνο)
4 προλαβαίνω
5 προβλέπω και ξεφορτώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---