ItalianoGreco


oziosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ottsjosiˈta]

1 ματαιότητα
2 αχρηστία
3 τεμπελιά
4 οκνηρία
5 ανεργία
6 αργία
7 καθισιό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---