ItalianoGreco


pacioccóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paʧokˈkone]

στρογγυλός και παχουλός άνθρωπος

pacioccóne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paʧokˈkone]

1 φουσκομάγουλος
2 χοντρός
3 κοντόχοντρος
4 καλόβολος
5 στρουμπουλός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---