Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàdda  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpadda]

πουλί Padda oryzivora


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  padano padella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pacioccone (επίθ.)
pacione (ουσ αρσ )
pacioso (επίθ.)
pack (ουσ αρσ )
padano (επίθ.)
padda (ουσ αρσ και θηλ.)
padella (θηλ.ουσ)
padellata (θηλ.ουσ)
padiglione (ουσ αρσ )
Padova (κύρ.όν. θηλ.)
padovano (ουσ αρσ )
padovano (επίθ.)
padre (ουσ αρσ )
padreggiare (ρ.αμτβ.)
padreterno (ουσ αρσ )
padrino (ουσ αρσ )
padrona (θηλ.ουσ)
padronale (επίθ.)
padronanza (θηλ.ουσ)
padronato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---