ItalianoGreco


pàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpajo]

1 το ζευγάρι
2 (alcuni) μερικοί


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


un paio [αρσ.] di boxer [αρσ. πλυθ. άκλ.] = ένα μποξεράκι || un paio [αρσ.] di calze = ένα ζευγάρι κάλτσες



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---