ItalianoGreco


palinsèsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palinˈsɛsto]

1 πάπυρος ή περγαμηνή όπου το αρχικό κείμενο σβήστηκε για να γραφτεί άλλο
2 περγαμηνή σβησμένη και γραμμένη από πάνω
3 παλίμψηστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---