palinsèsto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [palinˈsɛsto]
1 πάπυρος ή περγαμηνή όπου το αρχικό κείμενο σβήστηκε για να γραφτεί άλλο
2 περγαμηνή σβησμένη και γραμμένη από πάνω
3 παλίμψηστος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [palinˈsɛsto]
1 πάπυρος ή περγαμηνή όπου το αρχικό κείμενο σβήστηκε για να γραφτεί άλλο
2 περγαμηνή σβησμένη και γραμμένη από πάνω
3 παλίμψηστος
permalink
palinsesto (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android