ItalianoGreco


parlàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parˈlato]

1 διάλογος
2 τμήμα όπερας που μιλιέται
3 φιλμ με ομιλία

parlàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parˈlato]

1 μιλημένος
2 μιλητός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---