ItalianoGreco


parlantìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [parlanˈtina]

η ομιλητικότητα, η πολυλογία


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere parlantina = έχω λέγειν



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---