ItalianoGreco


pàsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpasta]

1 (pastasciutta cucinata) η μακαρονάδα
2 (da cuninare) η πάστα
3 (impasto) το ζυμαρικό
4 (pasticcino) το παστάκι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ha le mani in pasta = είναι μέσα σ' όλα || pasta [θηλ.] al dente = μακαρόνια όχι καλοβρασμένα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---