ItalianoGreco


pastoràle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pastoˈrale]

1 υποκνήμιο οστό αλόγου
2 αρχιερατική ράβδος
3 ποιμαντορική ράβδος

pastoràle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pastoˈrale]

1 παστορέλα
2 ποιμενικό
3 βουκολική όπερα 16-17ου αιώνα
4 μουσικό βουκολικό έργο

pastoràle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pastoˈrale]

1 σχετικός με ποιμένα
2 ποιμενικός
3 βουκολικός
4 ο της επισκοπικής επιστολής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---