ItalianoGreco


pastóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈtore]

1 ο τσοπάνης, ο βοσκός
2 (cane) το τσομπανόσκυλο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pastore [αρσ.] tedesco = το λυκόσκυλο Αλσατίας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---