ItalianoGreco


patentàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [patenˈtato]

1 επιμελής
2 λεπτομερής
3 πλήρης
4 διεξοδικός
5 εξονυχιστικός
6 εκτενής
7 αδειούχος
8 εμπεριστατωμένος
9 διπλωματούχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---