ItalianoGreco


pàtera  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpatera]

πιάτο ή τάσι θυσιών ειδωλολατρικών για να μαζεύεται το αίμα των σφαγμένων ζώων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---